ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1898-1942)
Τραγική Νύχτα
Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.
Οι αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ' αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.
Απόψε η νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και χάροντας απάνου από τη κλίνη.
Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα' ρθουν να σαβανώσουν τη Σελήνη..
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)
Αμάξι στη βροχή
Ώρα προσμένει μοναχή
η άμαξα κάτω απ' τη βροχή,
και δεν τη μέλει,
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερη η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ' αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ' τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι,
στον τόπο αυτόν, τον θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να τό' χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές,
δεν έμειν' ένα
απ' τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ' ανώφλια έπεσαν κι' οι αγκωνιές
κι' οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες
κι' έφυγαν έντρομες, πολλές
κι' οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου, κι' ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να' ρθείς:
στα Περασμένα.
Αμάξι στη βροχή
Ώρα προσμένει μοναχή
η άμαξα κάτω απ' τη βροχή,
και δεν τη μέλει,
κι είναι σα να την τυραννά
πιότερη η ξένη γειτονιά
που δεν τη θέλει.
Τ' αλογατάκια της, σιμά,
κάτω απ' τον ίδιο μουσαμά
κάνουν καρτέρι,
στον τόπο αυτόν, τον θλιβερό,
πράμα δε μένει από καιρό,
να τό' χουν ταίρι.
Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές
περικοκλάδες βαθουλές,
δεν έμειν' ένα
απ' τα φανάρια στη σειρά
με τα δυο μπρούτζινα φτερά,
τα σταυρωμένα.
Τ' ανώφλια έπεσαν κι' οι αγκωνιές
κι' οι ανεμοπέραστες, στενές,
οι γαλαρίες
κι' έφυγαν έντρομες, πολλές
κι' οι θύμησες, σαν τις καλές,
σεμνές κυρίες.
Άδεια βιτόρια και φτωχή,
πάρε μου εμένα την ψυχή,
πάρε με εμένα
για ταξιδιώτη σου, κι' ευθύς
πάμε, όθε κίνησες να' ρθείς:
στα Περασμένα.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884 – 1951)
Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνo
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Κι όπως κυλά από τʼ άδυτα του αδύτου
των ουρανών μες στη νυχτιά ένʼ αστέρι.
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απʼ τα στήθια πέταξε η πνοή του.
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι πʼ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνo
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι.
Κι όπως κυλά από τʼ άδυτα του αδύτου
των ουρανών μες στη νυχτιά ένʼ αστέρι.
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απʼ τα στήθια πέταξε η πνοή του.
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε.
Γιατί μονάχα εκείνοι πʼ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
ΜΙΛΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΗΣ
Νεκροταφείο
Αμέτρητοι μαρμάρινοι σταυροί..
Αμέτρητες μαρμάρινες πλάκες..
Λαξεύματα, γλυπτά, τίτλοι κι' ονόματα
γελοία κι' ανορθόγραφα επιγράμματα
λουλούδια, θυμιατά κεριά ποιήματα
εδώ φτωχά, εκεί πλούσια μνήματα.
Αμέτρητοι μαρμάρινοι σταυροί,
αμέτρητες μαρμάρινες πλάκες
που εκφράζουν κάθετα κι' οριζόντια
το πνεύμα
της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Νεκροταφείο
Αμέτρητοι μαρμάρινοι σταυροί..
Αμέτρητες μαρμάρινες πλάκες..
Λαξεύματα, γλυπτά, τίτλοι κι' ονόματα
γελοία κι' ανορθόγραφα επιγράμματα
λουλούδια, θυμιατά κεριά ποιήματα
εδώ φτωχά, εκεί πλούσια μνήματα.
Αμέτρητοι μαρμάρινοι σταυροί,
αμέτρητες μαρμάρινες πλάκες
που εκφράζουν κάθετα κι' οριζόντια
το πνεύμα
της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΘΑΡΕΙΟΣ (1915 - )
Σπλην
Αχ! δεν θα βγω ποτές απ' τον εβένινο
μεσαίωνα του αρρώστου μου εγκεφάλου,
που μέσα του καθεύδει ο μαύρος θάνατος,
σα μούμια σε πανάρχαιη σαρκοφάγο!
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..
Κάθε νυχτιά βαρειές ανίες σύροντας
σαν όχεντρες στου νου μου τα συντρίμια
κι' αδειάζουνε το αισχρό τους δηλητήριο
στο σκαραβαίο της σάπιας θέλησής μου.
Κάθε νυχτιά στα σάβανα της σκέψης μου
η Απόγνωση τινάζει τα φτερά της
κι' η νικημένη Ελπίδα εναγκαλίζεται
τις μέρες τις χωλές των περασμένων.
Κάθε νυχτιά αριθμοί, τεφρένιες χίμαιρες,
δεφτέρια πληρωμής, λαβείν και δούναι,
κείτονται σωρηδόν μες τον απύθμενο
βόθρο της σκοτεινής μου υπόγειας μνήμης.
Κάθε νυχτιά σύν, πλήν, επί, λογάριθμοι,
προβλήματα ζωής για το στομάχι,
συγκρούονται προς άλληλα στην Άβυσσο
του τραγικού μου αφώσφορου κρανίου.
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..
Αχ! δεν θα βγω ποτές απ' τον εβένινο
μεσαίωνα του αρρώστου μου εγκεφάλου,
που μέσα του καθεύδει ο μαύρος θάνατος,
σα μούμια σε πανάρχαιη σαρκοφάγο!
Σπλην
Αχ! δεν θα βγω ποτές απ' τον εβένινο
μεσαίωνα του αρρώστου μου εγκεφάλου,
που μέσα του καθεύδει ο μαύρος θάνατος,
σα μούμια σε πανάρχαιη σαρκοφάγο!
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..
Κάθε νυχτιά βαρειές ανίες σύροντας
σαν όχεντρες στου νου μου τα συντρίμια
κι' αδειάζουνε το αισχρό τους δηλητήριο
στο σκαραβαίο της σάπιας θέλησής μου.
Κάθε νυχτιά στα σάβανα της σκέψης μου
η Απόγνωση τινάζει τα φτερά της
κι' η νικημένη Ελπίδα εναγκαλίζεται
τις μέρες τις χωλές των περασμένων.
Κάθε νυχτιά αριθμοί, τεφρένιες χίμαιρες,
δεφτέρια πληρωμής, λαβείν και δούναι,
κείτονται σωρηδόν μες τον απύθμενο
βόθρο της σκοτεινής μου υπόγειας μνήμης.
Κάθε νυχτιά σύν, πλήν, επί, λογάριθμοι,
προβλήματα ζωής για το στομάχι,
συγκρούονται προς άλληλα στην Άβυσσο
του τραγικού μου αφώσφορου κρανίου.
.. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. ..
Αχ! δεν θα βγω ποτές απ' τον εβένινο
μεσαίωνα του αρρώστου μου εγκεφάλου,
που μέσα του καθεύδει ο μαύρος θάνατος,
σα μούμια σε πανάρχαιη σαρκοφάγο!
ΝΙΚΟΛΑΣ ΦΥΛΛΑΣ
Φιγούρα αριθμημένη
Φιγούρα αριθμημένη σε καρτέλλα,
(τη ζήση μας την κυβερνά η τρέλλα)
Άψυχος αριθμός σ' ένα μητρώο
και τέλος, «χρυσοίς γράμμασι» σε ηρώο.
Κι' αγαπάμε παράφορα τη ζήση.
Μας τρέφουνε με ψεύδη και με μίση΄
Σκοτώνεις, σε σκοτώνουν άγνωστοί σου,
πώχουν κι' αυτοί την τύχη τη δική σου.
Ποιό αμάρτημα, ποια αιώνια καταδίκη,
(η ίδια μας ζωή δε μας ανήκει)
Στο ίδιο ηρώον ο ήλιος να χρυσώνει
σα σύμβολο: πατέρα, γιό κι' εγγόνι.
Είναι ο χαμός σας σπαραγμός μές στην κραυγή μου,
συνάνθρωποί μου, φίλοι μου, αδερφοί μου.
Φιγούρα αριθμημένη
Φιγούρα αριθμημένη σε καρτέλλα,
(τη ζήση μας την κυβερνά η τρέλλα)
Άψυχος αριθμός σ' ένα μητρώο
και τέλος, «χρυσοίς γράμμασι» σε ηρώο.
Κι' αγαπάμε παράφορα τη ζήση.
Μας τρέφουνε με ψεύδη και με μίση΄
Σκοτώνεις, σε σκοτώνουν άγνωστοί σου,
πώχουν κι' αυτοί την τύχη τη δική σου.
Ποιό αμάρτημα, ποια αιώνια καταδίκη,
(η ίδια μας ζωή δε μας ανήκει)
Στο ίδιο ηρώον ο ήλιος να χρυσώνει
σα σύμβολο: πατέρα, γιό κι' εγγόνι.
Είναι ο χαμός σας σπαραγμός μές στην κραυγή μου,
συνάνθρωποί μου, φίλοι μου, αδερφοί μου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ (1853 - 1919)
Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος και την ζωήν μου σύρω
μ'ολίγα ψευτοδάκρυα, μ'ολίγα ψευτογέλοια,
κι'άμα κυττάζω στα ψηλά και χαμηλά και γύρω
όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παπά Βαγγέλια.
Όλα πρόβλημα και γρίφος κι'όλα λόγια στον αέρα..
Ε, σοφοί, δεν μ'απαντάτε; Την κακή ψυχρή σα μέρα.
Κι'όμως τόση βασιλεύει αρμονία θαυμαστή,
που κι'ο δύσπιστος πιστεύει κι ' ο πιστεύων δυσπιστεί.
Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος και την ζωήν μου σύρω
μ'ολίγα ψευτοδάκρυα, μ'ολίγα ψευτογέλοια,
κι'άμα κυττάζω στα ψηλά και χαμηλά και γύρω
όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παπά Βαγγέλια.
Όλα πρόβλημα και γρίφος κι'όλα λόγια στον αέρα..
Ε, σοφοί, δεν μ'απαντάτε; Την κακή ψυχρή σα μέρα.
Κι'όμως τόση βασιλεύει αρμονία θαυμαστή,
που κι'ο δύσπιστος πιστεύει κι ' ο πιστεύων δυσπιστεί.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΤΖΟΡΟΒΙΛΗ
Στο νησί των άθεων
κυκλοφορούν σ'ελεύθερη διασκευή
ρομαντισμοί αδιόρθωτοι
Οι εισαγόμενοι χορεύουν τσιφτετέλι
και οι ιθαγενείς μαίνονται
μετά τη πρώτη μπύρα
Εγώ ψάχνω το δικό μου
ανθόσπαρτο μονοπάτι
και τους δηλώνω <<πως δεν σας ταιριάζω>>
Απομακρύνομαι και κρύβομαι
μεσ'στην ομίχλη της μοναξιάς μου.
Στο νησί των άθεων
κυκλοφορούν σ'ελεύθερη διασκευή
ρομαντισμοί αδιόρθωτοι
Οι εισαγόμενοι χορεύουν τσιφτετέλι
και οι ιθαγενείς μαίνονται
μετά τη πρώτη μπύρα
Εγώ ψάχνω το δικό μου
ανθόσπαρτο μονοπάτι
και τους δηλώνω <<πως δεν σας ταιριάζω>>
Απομακρύνομαι και κρύβομαι
μεσ'στην ομίχλη της μοναξιάς μου.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ (1910 - 1975)
Μπαραμπού
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...
Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
Μπαραμπού
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το προτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοττόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...
Το χέρι τρέμει... Ο πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ
Oh Eloise, oh Chateaubriand
Παμφάγο όρνεο
στο αναλόγιο
να επιβλέπει ο πανθορών με κερί
τον νυχτοβάτη αναγνώστη.
Ο εραστής
ψηφία δείχνοντας με το νύχι
απαιτεί
τον φθόγγο οιμωγής
εκείνης
στις θεοσκότεινες κόγχες
Εκείνη, με το χειρόγραφο
αναγνωρίζει
στο ράμφος του παμφάγου των λέξεων
κι ο αναγνώστης πως είναι
ερωμένος και αυτός και αυτή
αλλού, του αντιβοώντος.
Στη γοητεία αποδίδεται τέτοιου εραστή.
Oh Eloise, oh Chateaubriand
Παμφάγο όρνεο
στο αναλόγιο
να επιβλέπει ο πανθορών με κερί
τον νυχτοβάτη αναγνώστη.
Ο εραστής
ψηφία δείχνοντας με το νύχι
απαιτεί
τον φθόγγο οιμωγής
εκείνης
στις θεοσκότεινες κόγχες
Εκείνη, με το χειρόγραφο
αναγνωρίζει
στο ράμφος του παμφάγου των λέξεων
κι ο αναγνώστης πως είναι
ερωμένος και αυτός και αυτή
αλλού, του αντιβοώντος.
Στη γοητεία αποδίδεται τέτοιου εραστή.
ΔΩΡΟΣ ΛΟΙΖΟΥ
Βγήκα νωρίς
Βγήκα νωρίς
στους πράσινους κήπους
πριν προλάβουν να ξυπνήσουν
τα γιασεμιά κι ' οι μέλισσες.
Βγήκα νωρίς
πριν γίνουν ατμός
οι ασχημάτιστες δροσοσταλίδες.
Ναι, βγήκα νωρίς,
δε λέω,
μπορεί να μην είδα
πεταλούδες, ρόδα κι ' έντομα
μα είδα
τα υγρά όνειρα του εωθινού,
το ξεψύχισμα της άγουρης νύχτας,
το αόρατο αγκάλιασμα του ορατού με τ ' άυλο.
Ναι, βγήκα νωρίς,
το ξέρω,
μα δεν το μετανιώνω.
Βγήκα νωρίς
Βγήκα νωρίς
στους πράσινους κήπους
πριν προλάβουν να ξυπνήσουν
τα γιασεμιά κι ' οι μέλισσες.
Βγήκα νωρίς
πριν γίνουν ατμός
οι ασχημάτιστες δροσοσταλίδες.
Ναι, βγήκα νωρίς,
δε λέω,
μπορεί να μην είδα
πεταλούδες, ρόδα κι ' έντομα
μα είδα
τα υγρά όνειρα του εωθινού,
το ξεψύχισμα της άγουρης νύχτας,
το αόρατο αγκάλιασμα του ορατού με τ ' άυλο.
Ναι, βγήκα νωρίς,
το ξέρω,
μα δεν το μετανιώνω.
ΗΛΙΑΣ ΠΙΣΤΙΚΑΝΗΣ (1943 - )
Εκταφή
άγνωστοι
άνθρωποι
με προσπερνούν
άγνωστοι
ανεξιχνίαστοι
ντυμένοι κάποιο θάνατο
ντυμένοι ηλικίες
πρόσωπα
αλλόφρονα
στεγνά
που δεν γνωρίζω
άνθρωποι
άγνωστοι
αλλοιώτικοι
άδεια κορμιά
που μετακόμισαν
μέσα σ'ένα πουκάμισο
οριστικά
σε μια καρέκλα
φόρεσαν τη ζωή τους
μένουν
εγώ ξεθάβω ακόμη
τον νεκρό μου
Εκταφή
άγνωστοι
άνθρωποι
με προσπερνούν
άγνωστοι
ανεξιχνίαστοι
ντυμένοι κάποιο θάνατο
ντυμένοι ηλικίες
πρόσωπα
αλλόφρονα
στεγνά
που δεν γνωρίζω
άνθρωποι
άγνωστοι
αλλοιώτικοι
άδεια κορμιά
που μετακόμισαν
μέσα σ'ένα πουκάμισο
οριστικά
σε μια καρέκλα
φόρεσαν τη ζωή τους
μένουν
εγώ ξεθάβω ακόμη
τον νεκρό μου
ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
Δον Κιχώτοι
Καλότυχοι είστε εσείς που ξενυχτάτε
με την αξέγνοιαστή σας πάντα νιότη
και για τρελλά ταξίδια ξεκινάτε
με την αρματωσιά του Δον Κιχώτη.
Ποτέ μαράζι εντός σας δεν κρατάτε
κι ούτε έχετε μελλούμενη έγνοια για ό,τι
μας θλίβει στη ζωή κι ούτε ρωτάτε
στερνοί όπου πάτε αν φτάσατε για πρώτοι.
Αχ, απ'την πρόωρη φρόνηση που δένει
τον πόθο μας σε βάρκα γερασμένη
κι ανήμπορη να ξανοιχτεί στα μάκρη,
σοφότερη είν'η τρέλλα, που με πλάστρα
σας σπρώχνει ορμή σε δρόμους δίχως άκρη,
να πάρετε της χίμαιρας τα κάστρα.
Δον Κιχώτοι
Καλότυχοι είστε εσείς που ξενυχτάτε
με την αξέγνοιαστή σας πάντα νιότη
και για τρελλά ταξίδια ξεκινάτε
με την αρματωσιά του Δον Κιχώτη.
Ποτέ μαράζι εντός σας δεν κρατάτε
κι ούτε έχετε μελλούμενη έγνοια για ό,τι
μας θλίβει στη ζωή κι ούτε ρωτάτε
στερνοί όπου πάτε αν φτάσατε για πρώτοι.
Αχ, απ'την πρόωρη φρόνηση που δένει
τον πόθο μας σε βάρκα γερασμένη
κι ανήμπορη να ξανοιχτεί στα μάκρη,
σοφότερη είν'η τρέλλα, που με πλάστρα
σας σπρώχνει ορμή σε δρόμους δίχως άκρη,
να πάρετε της χίμαιρας τα κάστρα.
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ(1888-1944)
νυχτερινό
Ένα φεγγάρι πράσινο,μεγάλο,
που λάμπει μες τη νύχτα,-τίποτ'άλλο.
Μία φωνή που γρικιέται μες το σάλο
και που σε λίγο παύει,-τίποτ'άλλο.
Πέρα,μακριά,κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει,-τίποτ'άλλο.
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,-Τίποτ'άλλο.
νυχτερινό
Ένα φεγγάρι πράσινο,μεγάλο,
που λάμπει μες τη νύχτα,-τίποτ'άλλο.
Μία φωνή που γρικιέται μες το σάλο
και που σε λίγο παύει,-τίποτ'άλλο.
Πέρα,μακριά,κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει,-τίποτ'άλλο.
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου,-Τίποτ'άλλο.
Barik
-άτιτλο-
Στην χημική σύσταση των δακρύων σου βρίσκω
τρεις γέννες και τις σφαίρες που τρύπησαν
τα παιδικά σου ρούχα.
Αλήθεια υπήρξες παιδί;
Μόνο τους παιδικούς σου φόβους βλέπω.
Πάντα το φαγητό κάτω από την πόρτα να παίρνεις,
να βιάζεσαι από τον ήχο των κλειδιών.
Και όμως καμιά ρυτίδα δεν τα μαρτυρά.
Πως μας ξεγέλασες όλους έτσι.
Κάθε μέρα υποδυόμαστε τον Ορέστη και
κάθε πρωί να αναστένεσαι ξανά και ξανά...
-άτιτλο-
Στην χημική σύσταση των δακρύων σου βρίσκω
τρεις γέννες και τις σφαίρες που τρύπησαν
τα παιδικά σου ρούχα.
Αλήθεια υπήρξες παιδί;
Μόνο τους παιδικούς σου φόβους βλέπω.
Πάντα το φαγητό κάτω από την πόρτα να παίρνεις,
να βιάζεσαι από τον ήχο των κλειδιών.
Και όμως καμιά ρυτίδα δεν τα μαρτυρά.
Πως μας ξεγέλασες όλους έτσι.
Κάθε μέρα υποδυόμαστε τον Ορέστη και
κάθε πρωί να αναστένεσαι ξανά και ξανά...
ΠΟΛΥΞΕΝΗ-ΑΝΝΑ Σ.
γιατί
Ποια φώτα θα λάμψουν και πάλι για μένα
δειλά σαν θ' ανέβω στη σάπια σκηνή
το θέατρο άδειο, τα λόγια σβησμένα
κιτρίνισε ο χρόνος τ' άσπρο χαρτί.
Ποια μοίρα απ' τις τόσες θέλησε τάχα
να γίνω έν' αστέρι που ψάχνει στοργή
να μην αποκτώ όσα θα 'θελα να 'χα
να λέω γαλήνη είν' μόνο η σιωπή;
Γιατί να ακούω συνέχεια τραγούδια
που θλίψη μου φέρνουν βαθιά στην ψυχή
γιατί να 'μαι όμοια με κείν' τα λουλούδια
που πλάι σε τάφους... φυτρώνουν ζωή;
Γιατί;...
γιατί
Ποια φώτα θα λάμψουν και πάλι για μένα
δειλά σαν θ' ανέβω στη σάπια σκηνή
το θέατρο άδειο, τα λόγια σβησμένα
κιτρίνισε ο χρόνος τ' άσπρο χαρτί.
Ποια μοίρα απ' τις τόσες θέλησε τάχα
να γίνω έν' αστέρι που ψάχνει στοργή
να μην αποκτώ όσα θα 'θελα να 'χα
να λέω γαλήνη είν' μόνο η σιωπή;
Γιατί να ακούω συνέχεια τραγούδια
που θλίψη μου φέρνουν βαθιά στην ψυχή
γιατί να 'μαι όμοια με κείν' τα λουλούδια
που πλάι σε τάφους... φυτρώνουν ζωή;
Γιατί;...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ(1911-1996)
Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στην μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι' αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως γι' αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα.
Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στην μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο. Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν τη νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι' αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται ποτέ στα πράγματα. Όμως γι' αυτό ακριβώς την επιλέγω. Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
κυριακή
Ο ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
κυριακή
Ο ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Κυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Τώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ (1862-1924)
η λεύκα
Τη θυμάσαι τη λεύκα μας; Παιγνιδιάρα στην αύρα
φιλικά μας προστάτευεν απ' του ήλιου τη λαύρα,
και με χάρη σαλεύοντας τη ψηλή κορυφή της
εψιθύριζε πρόσχαρη τη χαρά τη κρυφή της
και σκορπούσε το γέλιο της στους φραγμούς
και στ' αμπέλια.
Γιατί τότ' αποκρίνονταν στα δικά σου τα γέλια.
Χθες επέρασα μόνος μου -τι δε κάνουν τα χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ερημιά, καταφρόνια!
Κι η θεόρατη λεύκα μας, που τον πόνο μου ξέρει,
με μια θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ' αγέρι και
σκορπά το παράπονο μες στου ήλιου το κάμα...
Γιατί τώρ' αποκρίνεται στο δικό μου το κλάμα.
η λεύκα
Τη θυμάσαι τη λεύκα μας; Παιγνιδιάρα στην αύρα
φιλικά μας προστάτευεν απ' του ήλιου τη λαύρα,
και με χάρη σαλεύοντας τη ψηλή κορυφή της
εψιθύριζε πρόσχαρη τη χαρά τη κρυφή της
και σκορπούσε το γέλιο της στους φραγμούς
και στ' αμπέλια.
Γιατί τότ' αποκρίνονταν στα δικά σου τα γέλια.
Χθες επέρασα μόνος μου -τι δε κάνουν τα χρόνια!-
βασιλεύει τριγύρω της ερημιά, καταφρόνια!
Κι η θεόρατη λεύκα μας, που τον πόνο μου ξέρει,
με μια θλίψη παράξενη ψιθυρίζει στ' αγέρι και
σκορπά το παράπονο μες στου ήλιου το κάμα...
Γιατί τώρ' αποκρίνεται στο δικό μου το κλάμα.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ-ΑΝΝΑ Σ.
Με φωνάζουνε τρελή
Μες στη χάρτινη λιμνούλα
Με φωνάζουνε τρελή
Μες στη χάρτινη λιμνούλα
το φεγγάρι κολυμπάει
η αυγούλα μου πιασμένη
η αυγούλα μου πιασμένη
στον ιστό της μοναξιάς,
καναρίνι η ψυχή μου
καναρίνι η ψυχή μου
πόντο-πόντο που μετράει
το κλουβί του με τραγούδια-
σύμβολα της ερημιάς.
Κάποιες μέλισσες πετάνε
ξέγνοιαστες μέσα σε κήπους
πεταλούδες φτερουγίζουν
πεταλούδες φτερουγίζουν
πότε εδώ και πότε εκεί
τις θωρώ, τις φυλακίζω
τις θωρώ, τις φυλακίζω
στης «συνήθειας» τους στίχους
τις αφήνω ν' αναπνέουν
τις αφήνω ν' αναπνέουν
του θανάτου την οσμή.
Ξέθωρα πια τα ωραία
μες στα μάτια μου φαντάζουν
οι «προσποιητές» αγάπες
οι «προσποιητές» αγάπες
διόλου δε με συγκινούν
είναι πλοία που την ρότα
είναι πλοία που την ρότα
γρήγορα πάντα αλλάζουν
και ξεχνούν όλως ευκόλως
και ξεχνούν όλως ευκόλως
απο πούθε ξεκινούν.
Μές στο έρεβος κλεισμένη,
Μές στο έρεβος κλεισμένη,
νύφη ντύνομαι του Άδη
μνηστεύομαι πρωτίστως
μνηστεύομαι πρωτίστως
την «φανταστική» ζωή,
αρμενίζω στης παράνοιας
αρμενίζω στης παράνοιας
τα απόκρυφα πελάγη
και τις στράτες σαν διαβαίνω
και τις στράτες σαν διαβαίνω
με φωνάζουνε τρελή.
ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ 1921
το τέλος του σπιτιού
Μια μέρα ο μεγάλος μου γιος είπε
«το βράδυ δε θα γυρίσω σπίτι νωρίς»
Έβαλα τα μικρά να κοιμηθούνε
και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι μας
για πρώτη φορά
Ήταν παλιό
και το χειμώνα θα έσταζε με τις βροχές.
το τέλος του σπιτιού
Μια μέρα ο μεγάλος μου γιος είπε
«το βράδυ δε θα γυρίσω σπίτι νωρίς»
Έβαλα τα μικρά να κοιμηθούνε
και τότε θαρρώ πως κοίταξα το σπίτι μας
για πρώτη φορά
Ήταν παλιό
και το χειμώνα θα έσταζε με τις βροχές.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ (1940-1993)
-άτιτλο-
Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα αγειρεύω πατάτες έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
-άτιτλο-
Καμμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις. Φοράς κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια. Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου 72 φράγκα και φεύγεις. Έχω μείνει στη θέση που με άφησες για να με ξαναβρείς. Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς καιρός γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και οι φίλοι μου με φοβούνται. Κάθε μέρα αγειρεύω πατάτες έχω χάσει την φαντασία μου και κάθε φορά που ακούω "Κατερίνα" τρομάζω. Νομίζω ότι πρέπει να καταδώσω κάποιον. Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον που λέγανε πως είσαι εσύ. Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες, γιατί γράψανε ότι σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο Στόχος
το νου σου ε;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ (1893-1984)
ουλαλουμ
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι..
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη.
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου.
ουλαλουμ
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι..
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη.
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου.
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ (1920-1930)
τίποτε
Τίποτε. Θάχα κάποια που δεν ξέρω
στη ζωήν αποστολή.
Γιατί τόση φθορά παντού να φέρω,
σα μια ασυνείδητη βουλή.
Το σύνθημα, όπου εβράδυνα το βήμα
και τη ματιά, θα πη
«καταστροφή!». Κρατούσα εγώ το νήμα
ως τη στιγμή του να κοπή.
Ο θάλαμος της σκοτεινής ζωής μου
γέμισε από νεκρούς.
Κι ούτε το χώρο βρίσκω της δικής μου
θέσης, ανάμεσα σ’ αυτούς.
Τις νύχτες με τη σκέψη φωτισμένη
κει μέσα περπατώ,
ως κι’ απ’ αυτούς που αγάπησα διωγμένη,
θέση κοντά τους να ζητώ.
τίποτε
Τίποτε. Θάχα κάποια που δεν ξέρω
στη ζωήν αποστολή.
Γιατί τόση φθορά παντού να φέρω,
σα μια ασυνείδητη βουλή.
Το σύνθημα, όπου εβράδυνα το βήμα
και τη ματιά, θα πη
«καταστροφή!». Κρατούσα εγώ το νήμα
ως τη στιγμή του να κοπή.
Ο θάλαμος της σκοτεινής ζωής μου
γέμισε από νεκρούς.
Κι ούτε το χώρο βρίσκω της δικής μου
θέσης, ανάμεσα σ’ αυτούς.
Τις νύχτες με τη σκέψη φωτισμένη
κει μέσα περπατώ,
ως κι’ απ’ αυτούς που αγάπησα διωγμένη,
θέση κοντά τους να ζητώ.
ΣΑΠΦΩ (630-570 π.Χ.)
Το τραγούδι της Αριγνώτας
Μακριά απ' τις Σάρδεις τώρα
γυρίζοντας εδώ συχνά το νου της,
σαν ζούσαμε μαζί, στ' αλήθεια σ' είχε
όμοια στην όψι εσένα η Αριγνώτα
με θεά, και βαθιαγάλλιαζε η ψυχή της
στη μολπή σου` και μέσα στις γυναίκες
τις Λύδιες ξεχωρίζει, ως όταν πέσει
ο ήλιος, ροδοστέφανη η Σελήνη,
από τ' αστέρια υπέρτερη όλα, χύνει
το φως στ' αρμυρά πελάγη επάνω
και στην πολύανθη γη` κι' αργοσταλάζει
όμορφα γύρω η δρόσος κι αναθάλλουν
τα ρόδα, οι άνηθ' οι απαλοί
κι ο ανθοντυμένος μελίλωτος.
Κι αυτή στριφογυρίζει,
γλυκότροπή μου Ατθίδα, ως σε θυμάται
και τρώει ο γλυκός πόθος τη λεπτή της
ψυχή και την καρδιά βαραίνει η πλήξη
και δυνατά μας κράζει εκεί να πάμε,
μα η Νύχτα με τ' ανάριθμα τ' αυτιά της
απ' τους δρόμους επάνω του πελάγου
δεν μας κράζει τ' ανάκουστα.
Το τραγούδι της Αριγνώτας
Μακριά απ' τις Σάρδεις τώρα
γυρίζοντας εδώ συχνά το νου της,
σαν ζούσαμε μαζί, στ' αλήθεια σ' είχε
όμοια στην όψι εσένα η Αριγνώτα
με θεά, και βαθιαγάλλιαζε η ψυχή της
στη μολπή σου` και μέσα στις γυναίκες
τις Λύδιες ξεχωρίζει, ως όταν πέσει
ο ήλιος, ροδοστέφανη η Σελήνη,
από τ' αστέρια υπέρτερη όλα, χύνει
το φως στ' αρμυρά πελάγη επάνω
και στην πολύανθη γη` κι' αργοσταλάζει
όμορφα γύρω η δρόσος κι αναθάλλουν
τα ρόδα, οι άνηθ' οι απαλοί
κι ο ανθοντυμένος μελίλωτος.
Κι αυτή στριφογυρίζει,
γλυκότροπή μου Ατθίδα, ως σε θυμάται
και τρώει ο γλυκός πόθος τη λεπτή της
ψυχή και την καρδιά βαραίνει η πλήξη
και δυνατά μας κράζει εκεί να πάμε,
μα η Νύχτα με τ' ανάριθμα τ' αυτιά της
απ' τους δρόμους επάνω του πελάγου
δεν μας κράζει τ' ανάκουστα.
ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π.ΚΑΒΑΦΗΣ (1863-1933)
Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς 628-655 μ.Χ.
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ' αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ' όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς 628-655 μ.Χ.
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ' αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ' όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.
Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
Μυγδαλιά
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι αν είναι έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει.
Μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλιμονό μου εγώ της έχω αγάπη τόση!..
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρια την ποτίζω
τη μυγδαλιά πούχει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει.
Όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα,
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση!..
Μυγδαλιά
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί
να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι αν είναι έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει.
Μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι αλιμονό μου εγώ της έχω αγάπη τόση!..
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρια την ποτίζω
τη μυγδαλιά πούχει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει.
Όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα,
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου τη δώσει.
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση!..
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)
Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το διδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλύξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαιγιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το διδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλύξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαιγιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
ζωή
Κάποιες φορές,σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ'ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου,σαν πεθάνω;"
Δε σ΄απαντούσα.Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο,για,αν δεν μπόραγα,να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι'όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα,δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες,με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου,αγάπη μου,πως πάω να συνηθίσω
ζωή
Κάποιες φορές,σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ'ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου,σαν πεθάνω;"
Δε σ΄απαντούσα.Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο,για,αν δεν μπόραγα,να πήγαινα μαζί σου.
Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι'όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα,δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.
Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες,με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου,αγάπη μου,πως πάω να συνηθίσω
Subscribe to:
Posts (Atom)